Η Θεσσαλονίκη, όπως προκύπτει από ιστορικές
μαρτυρίες, περιτειχίστηκε αμέσως μετά την ίδρυσή της από το βασιλιά της
Μακεδονίας Κάσσανδρο, το 315 π.Χ. Ο βασιλιάς Αντίγονος διάλεξε
τη Θεσσαλονίκη ως τον πιο ασφαλή τόπο για να αντιμετωπίσει τον επιδρομέα
βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο (285 π.Χ.). Αργότερα, το 279 π.Χ., έξω από τα
τείχη της πόλης συντρίφτηκε φοβερή επίθεση Κελτών επιδρομέων. Μάλιστα,
στη μάχη αυτή, σκοτώθηκε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος ο
Κεραυνός, υπερασπιζόμενος τη Θεσσαλονίκη.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν έγιναν σοβαρά έργα στα τείχη της πόλης παρά μόνο συμπληρώσεις και συντηρήσεις των τειχών της Ελληνιστικής περιόδου. Ίσως μόνο γύρω στη Χρυσή Πύλη (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) να ανασκευάσθηκε το τείχος, καθώς το 42 π.Χ. τοποθετήθηκε εκεί τιμητική αψίδα για την υποδοχή των νικητών της μάχης των Φιλίππων Αντωνίου και Οκταβίου. Παρόμοιες επεμβάσεις έγιναν, στον ίδιο χώρο, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ στα ανατολικά τείχη, στην περιοχή Κάμπος (Campos), πιστεύεται πως ο καίσαρας Γαλέριος διεύρυνε τον περιτειχισμένο χώρο της πόλης, για να δημιουργήσει το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων του (αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα).
Οι οχυρώσεις της Θεσσαλονίκης συμπληρώθηκαν αργότερα με σοβαρά έργα, κυρίως στο παραθαλάσσιο τμήμα, την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, όταν αυτός έκανε την πόλη βάση πολεμική κατά του γαμπρού του Λικιννίου (324 μ.Χ.). Τον ίδιο αιώνα επισκευάστηκαν τα τείχη της Θεσσαλονίκης με εντολή του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, για να αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι από τις συχνές επιδρομές των βαρβάρων.
Τα κυριότερα όμως οχυρωματικά έργα στη Θεσσαλονίκη έγιναν επί αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου (379-395 μ.Χ.). Για μία ακόμη φορά τότε, η Θεσσαλονίκη έγινε προσωρινή έδρα του αυτοκράτορα, γιατί προσφερόταν γεωγραφικά και επιχειρησιακά στον πόλεμο κατά των επιδρομέων Γότθων. Επιγραφή που σώζεται στα ανατολικά τείχη αναφέρεται στη δραστηριότητα αυτή του Θεοδοσίου, ο οποίος ανάθεσε όλο το έργο στον ειδικό για οχυρώσεις πόλεων Πέρση Ορμίσδα: "....τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλι(ν)...."
Αξιόλογες εργασίες στα τείχη της Θεσσαλονίκης
έγιναν και επί βυζαντινών αυτοκρατόρων Ζήνωνα (474-491), Αναστασίου
Α΄ (491-518) και Λέοντα του Σοφού (886-912). Μετά την άλωση
της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, το 904, που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη
από τα χαμηλά παραθαλάσσια τέιχη της, επί Ρωμανού Λεκαπηνού (919-945),
υψώθηκαν τα τείχη της θάλασσας και η πόλη έγινε πιο ασφαλής.
Ο πύργος του Τριγωνίου.
Η επιγραφή του Μανουήλ στα
βόρεια τείχη (1230-1232)
Με την πτώση των Ζηλωτών, έρχεται στη Θεσσαλονίκη η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα, που επιμελείται την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων στα ανατολικά τείχη ανοίγοντας και δύο νέες πύλες προς την Ακρόπολη. Στην πύλη που βρίσκεται κοντά στον πύργο του Τριγωνίου (ή της Αλύσεως) υπάρχει η επιγραφή:
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης σχημάτιζαν ένα τετράπλευρο
με δύο κάθετες προς τη θάλασσα πλευρές (ανατολικό και δυτικό τείχος) και
δύο παράλληλες (παραθαλάσσιο τείχος και τείχος της Ακρόπολης, στο λόφο).
Είχαν ύψος, κατά μέσο όρο, 10-12 μ. και ανάπτυγμα 8 περίπου χιλιόμετρα.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους υπήρχε, προς τα έξω, ένα άλλο τείχος, το έξω
τείχος, ή έξω διατείχισμα, ή περίτειχον ή προτείχισμα,
όπως το ονόμαζαν οι βυζαντινοί. Τα δύο τείχη είχαν σκοπό να δημιουργούν
γραμμές άμυνας κατά των επιδρομέων, ενώ έξω από αυτά, για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα, υπήρχε μία τάφρος που γέμιζε με θαλασσινό νερό και είχε
ξύλινες γέφυρες που καταστρέφονταν κατά τις εμπόλεμες περιόδους.
Άποψη του συγκροτήματος του
Επταπυργίου που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Ακρόπολης.
Τα τείχη, με φάρδος 10 περίπου πήχεις (4,60 μ.), είναι κατασκευασμένα με πέτρες και τούβλα -"ζωνάρια"- κάθε 2-3 μ., που πολλές φορές γίνονται και τόξα. Κοντά στις πύλες η κατασκευή των τειχών ήταν πιο επιμελημένη και χρησιμοποιούνταν πέτρινα και μαρμάρινα αγκωνάρια ή οπτοπλινθοδομές. Ακόμα, σε πολλά σημεία εντοιχίζονταν σπασμένα αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη από ελληνικά κτίσματα, βωμούς και επιτύμβιες στήλες.
Γνωστές πύλες των τειχών της Θεσσαλονίκης ήταν: η πύλη της Ρώμης (κοντά στο Λευκό Πύργο), η Κασσανδρεωτική πύλη (στη σημερινή πλατεία Συντριβανίου), η Ληταία πύλη (στο δυτικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Ψευδόχρυση ή Νέα Χρυσή πύλη (στο ανατολικό άκρο της οδού Αγίου Δημητρίου), η Χρυσή πύλη (στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας ή Βαρδαρίου), η πύλη του Γιαλού (κοντά στη θάλασσα). Ακόμα γνωστή πύλη ήταν και αυτή της Άννας Παλαιολογίνας, που σώζεται και σήμερα στην Άνω Πόλη, κοντά στον πύργο του Τριγωνίου.
Πάνω στην Ακρόπολη, όπου στρατοπέδευε η φρουρά της πόλης, υπήρχαν 14 μικρές πύλες που λέγονταν παραπύλια ή παραπόρτια και χρησίμευαν για στρατιωτικούς -κύρια- λόγους. Παρόμοιες μικρές πύλες υπήρχαν και στο παραθαλάσσιο τείχος.
Μέχρι το 1869 η Θεσσαλονίκη περιβαλλόταν από
τα βυζαντινά της τείχη. Αμέσως μετά ένα μεγάλο τμήμα των τειχών κατεδαφίστηκε
από τους Τούρκους στην προσπάθειά τους να εξωραϊσουν την πόλη.
Εντοιχισμένα μαρμάρια ιονικά
κιονόκρανα στα βόρεια τείχη του Επταπυργίου.
Η τοποθέτησή τους δεν έγινε
για λόγους οικονομίας υλικών αλλά από διάθεση αισθητικής οργάνωσης των
οικοδομικών όγκων και επιφανειών.